ἐμμετρία

ἐμμετρία
ἐμμετρίᾱ , ἐμμετρία
fit measure
fem nom/voc/acc dual
ἐμμετρίᾱ , ἐμμετρία
fit measure
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμμετρία — ἐμμετρία, η (Α) συμμετρία, αναλογία …   Dictionary of Greek

  • ἐμμετρίᾳ — ἐμμετρίαι , ἐμμετρία fit measure fem nom/voc pl ἐμμετρίᾱͅ , ἐμμετρία fit measure fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετρίαν — ἐμμετρίᾱν , ἐμμετρία fit measure fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”